ωτολογία

ωτολογία
η мед. отология

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ωτολογία" в других словарях:

  • ωτολογία — η, Ν ιατρ. η μελέτη τής ανατομίας, τής φυσιολογίας και τής παθολογίας τών αφτιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + λογία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Γ. Α. Κωστομύρη] …   Dictionary of Greek

  • ωτολογικός — ή, ό, Ν [ωτολογία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ωτολογία …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • ωτολόγος — ο, η, Ν γιατρός ειδικευμένος στην ωτολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + λόγος*] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»